διακορής

διακορής
ης, ες, διάκορος, ος , ον уст.
1) переполненный; 2) пресыщенный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "διακορής" в других словарях:

  • διακορής — διακορής, ές (Α) 1. ο υπερβολικά κεκορεσμένος 2. ο υπερβολικά γεμάτος 3. ο υπερβολικά χορτάτος, υπερχορτασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + κορής < κόρος] …   Dictionary of Greek

  • διακορής — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακορῆ — διακορής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) διακορής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) διακορής masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακορές — διακορής masc/fem voc sg διακορής neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακορεῖ — διακορέω pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) διακορέω pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) διακορής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) διακορής masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακορεῖς — διακορέω pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic) διακορής masc/fem acc pl διακορής masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάκορος — διάκορος, ον (Α) 1. ο διακορής 2. αρκετός 3. διάβροχος, καταμουσκεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + κόρος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»